- πυρέτιο
- το / πυρέτιον ΝΑ [πυρετός](με υποκορ. σημ.) μικρός ή λίγος πυρετός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρέτιο — το χαμηλός ή μικρής διάρκειας πυρετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδενοπάθεια — Πάθηση που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια οξείας μορφής ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος (βρογχίτιδα, βρογχοπνευμονία, γρίππη, κοκίτης). Μπορεί να διαρκέσει μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη λοιμώδη νόσο που την έχει… … Dictionary of Greek